- ἐπεθύμησε
- ἐπεθύμησεἐπεθύ̱μησε , ἐπιθυμέωset one's heart upon: aor ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπεθύμησε — ἐπεθύ̱μησε , ἐπιθυμέω set one s heart upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… … Dictionary of Greek